- ροντέο
- (rodeo). Θέαμα που παρουσιάζουν οι «κάου-μπόις» σε κατάλληλους χώρους για να επιδείξουν την ικανότητα των αγωνιζόμενων να δαμάζουν ατίθασα ζώα (ο όρος κατάγεται από το ισπανικό rodear και στο αμερικανικό Γουέστ σημαίνει και την κύκλωση των ζώων για τη συγκέντρωσήσ τους, καθώς και τον χώρο που προορίζεται για τον σκοπό αυτό). Τα «νούμερα» των αγώνων αυτών είναι πολλά: αγώνες δρόμου με ασέλωτα άλογα, δαμασμός νεαρών πουλαριών, πιάσιμο με το λάσο και καβάλημα άγριων ταύρων κλπ. Ενώ αρχικά έπαιρναν μέρος στα ρ. γελαδάρηδες που ζούσαν στο ράντσο και συνδέονταν με αυτό με οικονομικούς δεσμούς, σήμερα αυτοί που παίρνουν μέρος στους αγώνες μπορούν να θεωρηθούν αληθινοί επαγγελματίες. Από τα σημαντικότερα ρ. που γίνονται κάθε χρόνο είναι του Σαλίνας στην Καλιφόρνια, του Στάμφορντ στο Τέξας και του Πρέσκοτ στην Αριζόνα. Αρκετά διάσημο είναι επίσης το καναδικό ρ. του Κάλγκαρι, που προσελκύει πολυάριθμους θεατές, ακόμα και από τις HΠA. Σήμερα, αν και διατηρεί τον αθλητικό χαρακτήρα του και τις παραδοσιακές παρελάσεις με στολές των κάου-μπόις, το θέαμα έχει πάρει μάλλον χαρακτήρα γιορτής, με παρελάσεις και λαϊκούς χορούς στους δρόμους.
Θέαμα ροντέο στο Γκρήλεϋ του Κολοράντο.
Στιγμιότυπο από ροντέο στο Λας Βέγκας (φωτ. ΑΠΕ).
* * *το, Νάκλ. είδος αγωνίσματος στην Αμερική, που συνίσταται στην ίππευση αδάμαστου αλόγου.[ΕΤΥΜΟΛ. < ισπ. rodeo < rodear «περιβάλλω, περικυκλώνω» < rueda «ρόδα» < λατ. rota «ρόδα, τροχός»].
Dictionary of Greek. 2013.